πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
κατάπειρα — κατάπειρα, ἡ (AM) 1. δοκιμή, πείραμα 2. προσβολή νόσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπειρῶμαι, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ανά πειρα < ανα πειρώμαι, διά πειρα < δια πειρώμαι)] … Dictionary of Greek
Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi … Deutsch Wikipedia
Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
αναπειρώμαι — ( άομαι) (Α ἀναπειρῶμαι) επιχειρώ εκ νέου, ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ αρχ. 1. κάνω δοκιμή σε κάτι, εξετάζω, δοκιμάζω 2. (ως ναυτ. όρος) κάνω γυμνάσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πειρῶμαι «δοκιμάζω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάπειρα] … Dictionary of Greek
απείρητος — ἀπείρητος κ. ατός, ον (Α) [πειρώμαι] Ι. ενεργ. 1. αυτός που δεν έχει επιχειρήσει, δεν έχει δοκιμάσει κάτι 2. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, που δεν έχει πείρα για κάτι, ο άπειρος II. παθ. αυτός που δεν έχει επιχειρηθεί, που δεν έχει δοκιμαστεί … Dictionary of Greek
διαπειρώμαι — διαπειρῶμαι ( άομαι) (Α) [πειρώμαι] 1. δοκιμάζω κάποιον ή κάτι 2. προσπαθώ, επιχειρώ με επιμονή 3. προσπαθώ να δωροδοκήσω 4. γνωρίζω καλά, έχω πείρα σε κάτι … Dictionary of Greek
καταπειρατηρία — και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α) 1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος τής θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι 2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *πειρατηρία (θηλ. τού πειρατήριος < πειρῶμαι… … Dictionary of Greek